υδρεγκεφαλία

υδρεγκεφαλία
η, Ν
ιατρ. υδροκεφαλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrencephaly (< υδρ[ο]-* + εγκέφαλος + -ία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υδρεγκεφαλία — η η υδροκεφαλία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδρεγκεφαλικός — ή, ό, Ν [υδρεγκεφαλία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρεγκεφαλία 2. φρ. «υδρεγκεφαλικές κραυγές» ιατρ. δυνατές κραυγές τών παιδιών που πάσχουν από φυματιώδη μηνιγγίτιδα …   Dictionary of Greek

  • υδροκεφαλία — η υδρωπικία του εγκεφάλου εξαιτίας αύξησης του όγκου του εγκεφαλονωτιαίου υγρού, που έχει ως αποτέλεσμα την υπερβολική αύξηση του κρανίου και την παρεμπόδιση της διανοητικής ανάπτυξης, υδρεγκεφαλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”